Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svaligiaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zvaliʤaˈmento]

1 λήστευση
2 λαφυραγώγηση
3 λαφυραγωγία
4 διαρπαγή
5 κούρσος
6 σκύλευση
7 πλιατσικολόγημα
8 δήωση
9 διαρπαγή
10 διαγούμισμα
11 καταλήστευση
12 λεηλασία
13 κούρσεμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svago svaligiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svagataggine (θηλ.ουσ)
svagatezza (θηλ.ουσ)
svagato (ουσ αρσ )
svagato (επίθ.)
svago (ουσ αρσ )
svaligiamento (ουσ αρσ )
svaligiare (ρ. μτβ.)
svaligiatore (ουσ αρσ )
svalutare (ρ. μτβ.)
svalutarsi (ρ.μ. (αντων.))
svalutazione (θηλ.ουσ)
svampare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svampire (ρ.αμτβ.)
svampito (ουσ αρσ )
svampito (επίθ.)
svanimento (ουσ αρσ )
svanire (ρ.αμτβ.)
svanito (ουσ αρσ )
svanito (επίθ.)
svantaggiato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---