Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


suturàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sutuˈrare]

ράβω (χειρουργική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  suturale suvvia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sussurro (ουσ αρσ )
sussurrone (αρσ. επίθ και ουσ)
susta (θηλ.ουσ)
sutura (θηλ.ουσ)
suturale (επίθ.)
suturare (ρ. μτβ.)
suvvia (επιφ.)
suzione (θηλ.ουσ)
svagare (ρ. μτβ.)
svagarsi (ρ.μ. (αντων.))
svagataggine (θηλ.ουσ)
svagatezza (θηλ.ουσ)
svagato (ουσ αρσ )
svagato (επίθ.)
svago (ουσ αρσ )
svaligiamento (ουσ αρσ )
svaligiare (ρ. μτβ.)
svaligiatore (ουσ αρσ )
svalutare (ρ. μτβ.)
svalutarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---