Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strangolarsi (ρ.μ. (αντων.)) strapazzàto (επίθ.)
strangolatóre (αρσ. επίθ και ουσ) strapazzatóre (ουσ αρσ )
strangolatòrio (επίθ.) strapàzzo (ουσ αρσ )
strangugliòne (ουσ αρσ ) strapazzóne (αρσ. επίθ και ουσ)
strangùria, strangurìa (θηλ.ουσ) strapazzóso (επίθ.)
straniàre (ρ. μτβ.) strapèrdere (ρ.αμτβ.)
straniarsi (ρ.μ. (αντων.)) strapièno (επίθ.)
stranièro (ουσ αρσ ) strapiombànte (επίθ.)
stranièro (επίθ.) strapiombàre (ρ.αμτβ.)
stranìto (επίθ.) strapiómbo (ουσ αρσ )
stràno (επίθ.) strapotènte (επίθ.)
straordinariaménte (επίρ.) strapotènza (θηλ.ουσ)
straordinariàto (ουσ αρσ ) strapotére (ουσ αρσ )
straordinarietà (θηλ.ουσ) strappàbile (επίθ.)
straordinàrio (ουσ αρσ ) strappacuòre (επίθ.)
straordinàrio (επίθ.) strappalàcrime (επίθ.)
straorzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) strappaménto (ουσ αρσ )
straorzàta (θηλ.ουσ) strappàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
strapaese (ουσ αρσ ) strapparsi (ρ.μ. (αντων.))
strapagàre (ρ. μτβ.) strappàta (θηλ.ουσ)
straparlàre (ρ.αμτβ.) strappatrìce (θηλ.ουσ)
strapazzaménto (ουσ αρσ ) strappatùra (θηλ.ουσ)
strapazzàre (ρ. μτβ.) stràppo (ουσ αρσ )
strapazzarsi (ρ.μ. (αντων.)) strapuntìno (ουσ αρσ )
strapazzàta (θηλ.ουσ) strapùnto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: