Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrappàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [strapˈpare] 1 (rompere) σκίζω 2 (portare via) αρπάζω strapparsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [strapˈparsi] αρπάζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |