Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strappàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [strapˈpare]

1 (rompere) σκίζω
2 (portare via) αρπάζω

strapparsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [strapˈparsi]

αρπάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strappamento strappata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strapotere (ουσ αρσ )
strappabile (επίθ.)
strappacuore (επίθ.)
strappalacrime (επίθ.)
strappamento (ουσ αρσ )
strappare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
strapparsi (ρ.μ. (αντων.))
strappata (θηλ.ουσ)
strappatrice (θηλ.ουσ)
strappatura (θηλ.ουσ)
strappo (ουσ αρσ )
strapuntino (ουσ αρσ )
strapunto (ουσ αρσ )
straricco (επίθ.)
straripamento (ουσ αρσ )
straripare (ρ.αμτβ.)
strascicamento (ουσ αρσ )
strascicare (ρ.αμτβ.)
strascicare (ρ. μτβ.)
strascicarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---