Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrascicaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [straʃʃikaˈmento] 1 ανέλκυση 2 έλξη 3 έλκυση 4 σύρσιμο 5 τράβηγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |