Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstraripaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [straripaˈmento] 1 υπερεκχείλιση 2 υπερχείλιση 3 ξεχείλισμα 4 πλημμύρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |