Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrappatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [strappaˈtura] 1 κουρέλιασμα 2 σπαραγμός 3 κομμάτιασμα 4 σκίσιμο 5 ξέσκισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |