Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stràppo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstrappo]

το ξέσκισμα, το σκίσιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strappatura strapuntino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strappare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
strapparsi (ρ.μ. (αντων.))
strappata (θηλ.ουσ)
strappatrice (θηλ.ουσ)
strappatura (θηλ.ουσ)
strappo (ουσ αρσ )
strapuntino (ουσ αρσ )
strapunto (ουσ αρσ )
straricco (επίθ.)
straripamento (ουσ αρσ )
straripare (ρ.αμτβ.)
strascicamento (ουσ αρσ )
strascicare (ρ.αμτβ.)
strascicare (ρ. μτβ.)
strascicarsi (ρ.μ. (αντων.))
strascichio (ουσ αρσ )
strascico (ουσ αρσ )
strasciconi (επίρ.)
strascino (ουσ αρσ )
strass (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---