ItalianoGreco


strascicàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [straʃʃiˈkare]

σέρνομαι

strascicàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [straʃʃiˈkare]

1 παρελκύω
2 σέρνω τα πόδια
3 σέρνω τα λόγια μου
4 ομιλώ σαν βραδύγλωσσος
5 κινούμαι σέρνοντας τα πόδια
6 σέρνω
7 έλκω
8 τραβώ έξω
9 τραβώ

strascicarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [straʃʃiˈkarsi]

σέρνω τα πόδια μου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---