Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstratificàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [stratifiˈkare] 1 σχηματίζω κατά στρώματα 2 διαστρωματώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |