Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stratìgrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [straˈtigrafo]

ειδικός γεωλόγος της στρωματογραφίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stratigrafico stratimetria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stratificato (επίθ.)
stratificazione (θηλ.ουσ)
stratiforme (επίθ.)
stratigrafia (θηλ.ουσ)
stratigrafico (επίθ.)
stratigrafo (ουσ αρσ )
stratimetria (θηλ.ουσ)
strato (ουσ αρσ )
stratocumulo (ουσ αρσ )
stratonembo (ουσ αρσ )
stratopausa (θηλ.ουσ)
stratosfera (θηλ.ουσ)
stratosferico (επίθ.)
stratta (θηλ.ουσ)
strattonare (ρ. μτβ.)
strattone (ουσ αρσ )
stravaccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
stravaccato (επίθ.)
stravagante (ουσ αρσ και θηλ.)
stravagante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---