Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stratificazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stratifikatˈtsjone]

1 διάταξη στρωμάτων
2 διαστρωμάτωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stratificato stratiforme  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strategia (θηλ.ουσ)
strategico (επίθ.)
stratego (ουσ αρσ )
stratificare (ρ. μτβ.)
stratificato (επίθ.)
stratificazione (θηλ.ουσ)
stratiforme (επίθ.)
stratigrafia (θηλ.ουσ)
stratigrafico (επίθ.)
stratigrafo (ουσ αρσ )
stratimetria (θηλ.ουσ)
strato (ουσ αρσ )
stratocumulo (ουσ αρσ )
stratonembo (ουσ αρσ )
stratopausa (θηλ.ουσ)
stratosfera (θηλ.ουσ)
stratosferico (επίθ.)
stratta (θηλ.ουσ)
strattonare (ρ. μτβ.)
strattone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---