Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stràscino, strascìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstraʃʃino], [straʃˈʃino]

1 τράτα
2 δίχτυ τράτας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strasciconi strass  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strascicare (ρ. μτβ.)
strascicarsi (ρ.μ. (αντων.))
strascichio (ουσ αρσ )
strascico (ουσ αρσ )
strasciconi (επίρ.)
strascino (ουσ αρσ )
strass (ουσ αρσ )
stratagemma (ουσ αρσ )
strategia (θηλ.ουσ)
strategico (επίθ.)
stratego (ουσ αρσ )
stratificare (ρ. μτβ.)
stratificato (επίθ.)
stratificazione (θηλ.ουσ)
stratiforme (επίθ.)
stratigrafia (θηλ.ουσ)
stratigrafico (επίθ.)
stratigrafo (ουσ αρσ )
stratimetria (θηλ.ουσ)
strato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---