ItalianoGreco


strappaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [strappaˈmento]

1 κομμάτιασμα
2 βούτηγμα
3 ξάφρισμα
4 σπαραγμός
5 σκίσιμο
6 ξέσκισμα
7 κουρέλιασμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---