Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strappacuòre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,strappaˈkwɔre]

1 που προκαλεί στενοχώρια
2 που ξεσκίζει την καρδιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strappabile strappalacrime  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strapiombo (ουσ αρσ )
strapotente (επίθ.)
strapotenza (θηλ.ουσ)
strapotere (ουσ αρσ )
strappabile (επίθ.)
strappacuore (επίθ.)
strappalacrime (επίθ.)
strappamento (ουσ αρσ )
strappare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
strapparsi (ρ.μ. (αντων.))
strappata (θηλ.ουσ)
strappatrice (θηλ.ουσ)
strappatura (θηλ.ουσ)
strappo (ουσ αρσ )
strapuntino (ουσ αρσ )
strapunto (ουσ αρσ )
straricco (επίθ.)
straripamento (ουσ αρσ )
straripare (ρ.αμτβ.)
strascicamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---