Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstranìto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [straˈnito] 1 ταραγμένος 2 μπλεγμένος 3 έκπληκτος 4 αμήχανος 5 ανήσυχος 6 στενοχωρημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |