Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrangùria, strangurìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [stranˈgurja], [stranguˈria] οδυνηρή ούρηση σταγόνα-σταγόνα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |