straordinàrio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [straordiˈnarjo]
1 έκτακτος υπάλληλος
2 υπερωριακή αμοιβή
3 υπερωρία
straordinàrio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [straordiˈnarjo]
1 ιδιαίτερος
2 πρόσκαιρος
3 αξιόλογος
4 αξιοσημείωτος
5 αξιοπρόσεκτος
6 εξαίρετος
7 εξαιρετικός
8 έκτακτος
9 ασυνήθιστος
10 ασυνήθης
11 σπάνιος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [straordiˈnarjo]
1 έκτακτος υπάλληλος
2 υπερωριακή αμοιβή
3 υπερωρία
straordinàrio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [straordiˈnarjo]
1 ιδιαίτερος
2 πρόσκαιρος
3 αξιόλογος
4 αξιοσημείωτος
5 αξιοπρόσεκτος
6 εξαίρετος
7 εξαιρετικός
8 έκτακτος
9 ασυνήθιστος
10 ασυνήθης
11 σπάνιος
permalink
straordinario (ουσ αρσ )
straordinario (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android