Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strapazzatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [strapattsaˈtore]

1 κάποιος που κακομεταχειρίζεται κάτι ή κάποιον
2 προσβλητικός άνθρωπος
3 υβριστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strapazzato strapazzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strapazzamento (ουσ αρσ )
strapazzare (ρ. μτβ.)
strapazzarsi (ρ.μ. (αντων.))
strapazzata (θηλ.ουσ)
strapazzato (επίθ.)
strapazzatore (ουσ αρσ )
strapazzo (ουσ αρσ )
strapazzone (αρσ. επίθ και ουσ)
strapazzoso (επίθ.)
straperdere (ρ.αμτβ.)
strapieno (επίθ.)
strapiombante (επίθ.)
strapiombare (ρ.αμτβ.)
strapiombo (ουσ αρσ )
strapotente (επίθ.)
strapotenza (θηλ.ουσ)
strapotere (ουσ αρσ )
strappabile (επίθ.)
strappacuore (επίθ.)
strappalacrime (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---