ItalianoGreco


strapazzàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [strapatˈtsata]

1 κόπωση
2 κοψομέσιασμα
3 ξεθέωμα
4 κακομεταχείριση
5 στραπατσάρισμα
6 επίπληξη
7 μάλωμα
8 επιτίμηση
9 κατσάδα
10 κατσάδιασμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---