Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrapazzàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [strapatˈtsato] 1 επίμοχθος 2 εργώδης 3 κουραστικός 4 επίπονος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαuova [θηλ. πλυθ.] strapazzate = η ομελέτα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |