ItalianoGreco


strapazzóne  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [strapatˈtsone]

1 πολυέξοδος άνθρωπος
2 σπάταλος άνθρωπος
3 σκορποχέρης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---