Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strapièno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [straˈpjɛno]

1 κούμουλος
2 υπερχειλισμένος
3 φίσκα
4 ξέχειλος
5 υπερπλήρης
6 γεμάτος ως τα χείλη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  straperdere strapiombante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strapazzatore (ουσ αρσ )
strapazzo (ουσ αρσ )
strapazzone (αρσ. επίθ και ουσ)
strapazzoso (επίθ.)
straperdere (ρ.αμτβ.)
strapieno (επίθ.)
strapiombante (επίθ.)
strapiombare (ρ.αμτβ.)
strapiombo (ουσ αρσ )
strapotente (επίθ.)
strapotenza (θηλ.ουσ)
strapotere (ουσ αρσ )
strappabile (επίθ.)
strappacuore (επίθ.)
strappalacrime (επίθ.)
strappamento (ουσ αρσ )
strappare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
strapparsi (ρ.μ. (αντων.))
strappata (θηλ.ουσ)
strappatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---