Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstraorzàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [straorˈtsata], [straorˈdzata] 1 ξαφνικό ορτσάρισμα 2 απόκλιση πορείας λόγω ανέμου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |