Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstraorzàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [straorˈtsare], [straorˈdzare] 1 ορτσάρω ξαφνικά 2 έχω τον καιρό στη μπάντα 3 αποκλίνω πορείας λόγω ανέμου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |