Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


straordinarietà  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [straordinarjeˈta]

1 ασυνήθιστη περίπτωση
2 ιδιαιτερότητα
3 εξαιρετικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  straordinariato straordinario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

straniero (επίθ.)
stranito (επίθ.)
strano (επίθ.)
straordinariamente (επίρ.)
straordinariato (ουσ αρσ )
straordinarietà (θηλ.ουσ)
straordinario (ουσ αρσ )
straordinario (επίθ.)
straorzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
straorzata (θηλ.ουσ)
strapaese (ουσ αρσ )
strapagare (ρ. μτβ.)
straparlare (ρ.αμτβ.)
strapazzamento (ουσ αρσ )
strapazzare (ρ. μτβ.)
strapazzarsi (ρ.μ. (αντων.))
strapazzata (θηλ.ουσ)
strapazzato (επίθ.)
strapazzatore (ουσ αρσ )
strapazzo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---