Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stranièro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [straˈnjɛro]

ο ξένος

stranièro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [straˈnjɛro]

ξένος (-η, -ο), αλλοδαπός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  straniarsi stranito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strangolatorio (επίθ.)
stranguglione (ουσ αρσ )
stranguria (θηλ.ουσ)
straniare (ρ. μτβ.)
straniarsi (ρ.μ. (αντων.))
straniero (ουσ αρσ )
straniero (επίθ.)
stranito (επίθ.)
strano (επίθ.)
straordinariamente (επίρ.)
straordinariato (ουσ αρσ )
straordinarietà (θηλ.ουσ)
straordinario (ουσ αρσ )
straordinario (επίθ.)
straorzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
straorzata (θηλ.ουσ)
strapaese (ουσ αρσ )
strapagare (ρ. μτβ.)
straparlare (ρ.αμτβ.)
strapazzamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---