Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstranièro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [straˈnjɛro] ο ξένος stranièro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [straˈnjɛro] ξένος (-η, -ο), αλλοδαπός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |