Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schematìsmo (ουσ αρσ ) scherzosaménte (επίρ.)
schematizzàre (ρ. μτβ.) scherzóso (επίθ.)
schematizzazióne (θηλ.ουσ) schettinàggio (ουσ αρσ )
scheràno (αρσ. επίθ και ουσ) schettinàre (ρ.αμτβ.)
schérma (θηλ.ουσ) schettinatóre (ουσ αρσ )
schermàggio (ουσ αρσ ) schèttino (ουσ αρσ )
schermàglia (θηλ.ουσ) schiacciaforàggi (ουσ αρσ )
schermàre (ρ. μτβ.) schiacciaménto (ουσ αρσ )
schermatùra (θηλ.ουσ) schiaccianóci (ουσ αρσ )
schermìre (ρ.αμτβ.) schiacciànte (επίθ.)
schermìre (ρ. μτβ.) schiacciapatàte (ουσ αρσ )
schermìrsi (ρ. μ. αμτβ.) schiacciàre (ρ. μτβ.)
schermìstico (επίθ.) schiacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
schermitóre (ουσ αρσ ) schiacciasàssi (ουσ αρσ και θηλ.)
schérmo (ουσ αρσ ) schiacciàta (θηλ.ουσ)
schermografàre (ρ. μτβ.) schiacciàto (επίθ.)
schermografìa (θηλ.ουσ) schiacciatùra (θηλ.ουσ)
schermogràfico (επίθ.) schiaffàre (ρ. μτβ.)
schernévole (αρσ. επίθ και ουσ) schiaffarsi (ρ.μ. (αντων.))
schernìre (ρ. μτβ.) schiaffeggiàre (ρ. μτβ.)
schernitóre (ουσ αρσ ) schiaffeggiatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
schernitóre (επίθ.) schiàffo (ουσ αρσ )
schérno (ουσ αρσ ) schiamazzàre (ρ.αμτβ.)
scherzàre (ρ.αμτβ.) schiamazzatóre (ουσ αρσ )
schérzo (ουσ αρσ ) schiamazzìo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: