Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόschiamazzìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skjamatˈtsio] 1 κακάρισμα 2 φασαρία 3 πανδαιμόνιο 4 κράξιμο 5 θόρυβος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |