Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόschiarìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [skjaˈrire] 1 γίνομαι πιο ανοιχτός 2 λάμπω 3 φωτίζομαι 4 ξεθωριάζω 5 ανοίγω (για καιρό) 6 αραιώνομαι 7 ξανοίγω 8 αναριεύω schiarìre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skjaˈrire] 1 ξεκαθαρίζω 2 διασαφηνίζω 3 διασαφώ 4 αραιώνω φυτά 5 εξευγενίζω (λάδι) 6 λαγαρίζω (υγρό) 7 διευκρινίζω 8 βάφω πιο ανοιχτά (μαλλιά) 9 διαφωτίζω schiarirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [skjaˈrirsi] (divenire chiaro) ξανοίγω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |