Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schiànto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskjanto]

1 συντριβή
2 τσάκισμα
3 έκρηξη
4 διάρρηξη
5 σουβλιά πόνου
6 βίαιο τράβηγμα
7 δυνατό χτύπημα
8 μεγάλη θλίψη
9 κουρέλιασμα
10 σπάσιμο
11 σκίσιμο
12 άνοιγμα
13 διάσπαση
14 θραύση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schiantarsi schiappa  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


sei uno schianto = είσαι τρέλα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schiamazzio (ουσ αρσ )
schiamazzo (ουσ αρσ )
schiantare (ρ.αμτβ.)
schiantare (ρ. μτβ.)
schiantarsi (ρ.μ. (αντων.))
schianto (ουσ αρσ )
schiappa (θηλ.ουσ)
schiarimento (ουσ αρσ )
schiarire (ρ.αμτβ.)
schiarire (ρ. μτβ.)
schiarirsi (ρ.μ. (αντων.))
schiarita (θηλ.ουσ)
schiatta (θηλ.ουσ)
schiattare (ρ.αμτβ.)
schiavina (θηλ.ουσ)
schiavismo (ουσ αρσ )
schiavista (ουσ αρσ και θηλ.)
schiavista (επίθ.)
schiavistico (επίθ.)
schiavitù (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---