Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόschiàtta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈskjatta] 1 γενιά 2 καταγωγή 3 ράτσα 4 γένος 5 οικογένεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |