ItalianoGreco


schiccheràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [skikkeˈrare]

πίνω πολύ και συνέχεια

schiccheràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skikkeˈrare]

1 γράφω βιαστικά ή ανόητα
2 μουντζουρώνω χαρτιά
3 σχεδιάζω γρήγορα και άσχημα
4 γράφω ορνιθοσκαλίσματα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---