Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schiccheràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [skikkeˈrare]

πίνω πολύ και συνέχεια

schiccheràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skikkeˈrare]

1 γράφω βιαστικά ή ανόητα
2 μουντζουρώνω χαρτιά
3 σχεδιάζω γρήγορα και άσχημα
4 γράφω ορνιθοσκαλίσματα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schiavone schiccheratura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schiavista (επίθ.)
schiavistico (επίθ.)
schiavitù (θηλ.ουσ)
schiavo (επίθ.)
schiavone (αρσ. επίθ και ουσ)
schiccherare (ρ.αμτβ.)
schiccherare (ρ. μτβ.)
schiccheratura (θηλ.ουσ)
schiccherone (αρσ. επίθ και ουσ)
schidionare (ρ. μτβ.)
schidionata (θηλ.ουσ)
schidione (ουσ αρσ )
schiena (θηλ.ουσ)
schienale (ουσ αρσ )
schienata (θηλ.ουσ)
schiera (θηλ.ουσ)
schieramento (ουσ αρσ )
schierare (ρ. μτβ.)
schierarsi (ρ.μ. (αντων.))
schiettamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---