Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schiavóne  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [skjaˈvone]

Σλοβένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schiavo schiccherare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schiavista (ουσ αρσ και θηλ.)
schiavista (επίθ.)
schiavistico (επίθ.)
schiavitù (θηλ.ουσ)
schiavo (επίθ.)
schiavone (αρσ. επίθ και ουσ)
schiccherare (ρ.αμτβ.)
schiccherare (ρ. μτβ.)
schiccheratura (θηλ.ουσ)
schiccherone (αρσ. επίθ και ουσ)
schidionare (ρ. μτβ.)
schidionata (θηλ.ουσ)
schidione (ουσ αρσ )
schiena (θηλ.ουσ)
schienale (ουσ αρσ )
schienata (θηλ.ουσ)
schiera (θηλ.ουσ)
schieramento (ουσ αρσ )
schierare (ρ. μτβ.)
schierarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---