Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskjɛra]

1 σμάρι
2 μουσικό συγκρότημα
3 ομάδα
4 πλήθος
5 φουσάτο
6 εσμός
7 μεγάλο πλήθος
8 τσούρμο
9 στρατιώτες σε πυκνή τάξη
10 στρατιωτικός σχηματισμός
11 μπάντα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schienata schieramento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schidionata (θηλ.ουσ)
schidione (ουσ αρσ )
schiena (θηλ.ουσ)
schienale (ουσ αρσ )
schienata (θηλ.ουσ)
schiera (θηλ.ουσ)
schieramento (ουσ αρσ )
schierare (ρ. μτβ.)
schierarsi (ρ.μ. (αντων.))
schiettamente (επίρ.)
schiettezza (θηλ.ουσ)
schietto (επίθ.)
schifare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
schifarsi (ρ.μ. (αντων.))
schifato (επίθ.)
schifezza (θηλ.ουσ)
schifiltà (θηλ.ουσ)
schifiltosamente (επίρ.)
schifiltosità (θηλ.ουσ)
schifiltoso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---