schifàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [skiˈfare]
1 κάνω κάποιον να αισθανθεί άσχημα
2 προκαλώ αποστροφή
3 προκαλώ απέχθεια
schifarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [skiˈfarsi]
1 αηδιάζω
2 σιχαίνομαι
3 απεχθάνομαι
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [skiˈfare]
1 κάνω κάποιον να αισθανθεί άσχημα
2 προκαλώ αποστροφή
3 προκαλώ απέχθεια
schifarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [skiˈfarsi]
1 αηδιάζω
2 σιχαίνομαι
3 απεχθάνομαι
permalink
schifare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
schifarsi (ρ.μ. (αντων.))

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android