Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schifàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [skiˈfare]

1 κάνω κάποιον να αισθανθεί άσχημα
2 προκαλώ αποστροφή
3 προκαλώ απέχθεια

schifarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skiˈfarsi]

1 αηδιάζω
2 σιχαίνομαι
3 απεχθάνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schietto schifato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schierare (ρ. μτβ.)
schierarsi (ρ.μ. (αντων.))
schiettamente (επίρ.)
schiettezza (θηλ.ουσ)
schietto (επίθ.)
schifare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
schifarsi (ρ.μ. (αντων.))
schifato (επίθ.)
schifezza (θηλ.ουσ)
schifiltà (θηλ.ουσ)
schifiltosamente (επίρ.)
schifiltosità (θηλ.ουσ)
schifiltoso (ουσ αρσ )
schifiltoso (επίθ.)
schifo (ουσ αρσ )
schifosaggine (θηλ.ουσ)
schifosamente (επίρ.)
schifoso (επίθ.)
schiniere (ουσ αρσ )
schino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---