ItalianoGreco


schifàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [skiˈfare]

1 κάνω κάποιον να αισθανθεί άσχημα
2 προκαλώ αποστροφή
3 προκαλώ απέχθεια

schifarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skiˈfarsi]

1 αηδιάζω
2 σιχαίνομαι
3 απεχθάνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---