Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόschifézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skiˈfettsa] 1 ηθική μόλυνση 2 ηθική διάβρωση 3 σιχαμερό πράγμα 4 λίγδα 5 ακαθαρσία 6 μίανση 7 βρομερότητα 8 αισχρότητα 9 σιχαμάρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |