Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schiòcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskjɔkko]

1 πλαταγισμός
2 πλατάγισμα
3 κροτάλισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schioccata schiodare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schifoso (επίθ.)
schiniere (ουσ αρσ )
schino (ουσ αρσ )
schioccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
schioccata (θηλ.ουσ)
schiocco (ουσ αρσ )
schiodare (ρ. μτβ.)
schiodatura (θηλ.ουσ)
schiomare (ρ. μτβ.)
schioppettata (θηλ.ουσ)
schioppo (ουσ αρσ )
schistosoma (ουσ αρσ )
schistosomiasi (θηλ.ουσ)
schitarrare (ρ.αμτβ.)
schitarrata (θηλ.ουσ)
schiudere (ρ. μτβ.)
schiudersi (ρ.μ. (αντων.))
schiuma (θηλ.ουσ)
schiumare (ρ.αμτβ.)
schiumare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---