Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schiòppo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskjɔppo]

1 κυνηγετικό όπλο
2 τουφέκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schioppettata schistosoma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schiocco (ουσ αρσ )
schiodare (ρ. μτβ.)
schiodatura (θηλ.ουσ)
schiomare (ρ. μτβ.)
schioppettata (θηλ.ουσ)
schioppo (ουσ αρσ )
schistosoma (ουσ αρσ )
schistosomiasi (θηλ.ουσ)
schitarrare (ρ.αμτβ.)
schitarrata (θηλ.ουσ)
schiudere (ρ. μτβ.)
schiudersi (ρ.μ. (αντων.))
schiuma (θηλ.ουσ)
schiumare (ρ.αμτβ.)
schiumare (ρ. μτβ.)
schiumarola (θηλ.ουσ)
schiumogeno (ουσ αρσ )
schiumogeno (επίθ.)
schiumosità (θηλ.ουσ)
schiumoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---