Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόschiumàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [skjuˈmare] αφρίζω schiumàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skjuˈmare] 1 αφαιρώ τον αφρό 2 αφαιρώ επιφανειακό στρώμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |