Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόschivàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skiˈvata] 1 αποφυγή αντιπάλου (στα σπορ) 2 ντρίμπλα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |