Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schizòide  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [skidˈdzɔjde]

σχιζοειδής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schizogenesi schizoidia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schivo (αρσ. επίθ και ουσ)
schizofita (θηλ.ουσ)
schizofrenia (θηλ.ουσ)
schizofrenico (αρσ. επίθ και ουσ)
schizogenesi (θηλ.ουσ)
schizoide (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
schizoidia (θηλ.ουσ)
schizomania (θηλ.ουσ)
schizomiceti (ουσ αρσ πληθ.)
schizotimia (θηλ.ουσ)
schizzare (ρ.αμτβ.)
schizzare (ρ. μτβ.)
schizzata (θηλ.ουσ)
schizzatoio (ουσ αρσ )
schizzettare (ρ. μτβ.)
schizzettata (θηλ.ουσ)
schizzetto (ουσ αρσ )
schizzinosamente (επίρ.)
schizzinoso (ουσ αρσ )
schizzinoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---