Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόschizomanìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skiddzomaˈnia] 1 σχιζοφρένεια 2 σχιζομανία 3 σχιζοφρένια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |