Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schizotimìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skiddzotiˈmia]

1 σχιζοφρένεια
2 σχιζοθυμία
3 σχιζοφρένια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schizomiceti schizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schizogenesi (θηλ.ουσ)
schizoide (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
schizoidia (θηλ.ουσ)
schizomania (θηλ.ουσ)
schizomiceti (ουσ αρσ πληθ.)
schizotimia (θηλ.ουσ)
schizzare (ρ.αμτβ.)
schizzare (ρ. μτβ.)
schizzata (θηλ.ουσ)
schizzatoio (ουσ αρσ )
schizzettare (ρ. μτβ.)
schizzettata (θηλ.ουσ)
schizzetto (ουσ αρσ )
schizzinosamente (επίρ.)
schizzinoso (ουσ αρσ )
schizzinoso (επίθ.)
schizzo (ουσ αρσ )
schnauzer (ουσ αρσ )
schnorchel (ουσ αρσ )
sci (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---