Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schizzàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [skitˈtsare]

1 πιδακίζω
2 πηγάζω
3 αναβρυώ
4 αναβρύζω
5 αναβλύζω ορμητικά
6 εκτοξεύομαι από μικρό άνοιγμα
7 εκπηδώ
8 εκχύνομαι
9 ξεχύνομαι

schizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skitˈtsare]

1 (spruzzare) πιτσιλίζω
2 (macchiare) λεκιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schizotimia schizzata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schizoide (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
schizoidia (θηλ.ουσ)
schizomania (θηλ.ουσ)
schizomiceti (ουσ αρσ πληθ.)
schizotimia (θηλ.ουσ)
schizzare (ρ.αμτβ.)
schizzare (ρ. μτβ.)
schizzata (θηλ.ουσ)
schizzatoio (ουσ αρσ )
schizzettare (ρ. μτβ.)
schizzettata (θηλ.ουσ)
schizzetto (ουσ αρσ )
schizzinosamente (επίρ.)
schizzinoso (ουσ αρσ )
schizzinoso (επίθ.)
schizzo (ουσ αρσ )
schnauzer (ουσ αρσ )
schnorchel (ουσ αρσ )
sci (ουσ αρσ )
scià (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---