Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόschìzzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈskittso] 1 (disegno) το σκίτσο 2 (spruzzo) η πιτσιλιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |