Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schìzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskittso]

1 (disegno) το σκίτσο
2 (spruzzo) η πιτσιλιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schizzinoso schnauzer  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schizzettata (θηλ.ουσ)
schizzetto (ουσ αρσ )
schizzinosamente (επίρ.)
schizzinoso (ουσ αρσ )
schizzinoso (επίθ.)
schizzo (ουσ αρσ )
schnauzer (ουσ αρσ )
schnorchel (ουσ αρσ )
sci (ουσ αρσ )
scià (ουσ αρσ )
scia (θηλ.ουσ)
sciabecco (ουσ αρσ )
sciabica (θηλ.ουσ)
sciabicare (ρ.αμτβ.)
sciabile (επίθ.)
sciabilità (θηλ.ουσ)
sciabola (θηλ.ουσ)
sciabolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sciabolata (θηλ.ουσ)
sciabolatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---