Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sciàbica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃabika]

1 δίχτυ τράτας
2 νερόκοτα gallinula chloropus


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sciabecco sciabicare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schnorchel (ουσ αρσ )
sci (ουσ αρσ )
scià (ουσ αρσ )
scia (θηλ.ουσ)
sciabecco (ουσ αρσ )
sciabica (θηλ.ουσ)
sciabicare (ρ.αμτβ.)
sciabile (επίθ.)
sciabilità (θηλ.ουσ)
sciabola (θηλ.ουσ)
sciabolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sciabolata (θηλ.ουσ)
sciabolatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sciabordare (ρ.αμτβ.)
sciabordare (ρ. μτβ.)
sciabordio (ουσ αρσ )
sciacallo (ουσ αρσ )
sciacquabudella (ουσ αρσ )
sciacquadita (ουσ αρσ )
sciacquare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---