Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sciabordìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʃaborˈdio]

1 κούνημα
2 ταλάντευση
3 σείσμα
4 ανάδευση
5 σείσιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sciabordare sciacallo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sciabolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sciabolata (θηλ.ουσ)
sciabolatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sciabordare (ρ.αμτβ.)
sciabordare (ρ. μτβ.)
sciabordio (ουσ αρσ )
sciacallo (ουσ αρσ )
sciacquabudella (ουσ αρσ )
sciacquadita (ουσ αρσ )
sciacquare (ρ. μτβ.)
sciacquata (θηλ.ουσ)
sciacquatura (θηλ.ουσ)
sciacquio (ουσ αρσ )
sciacquo (ουσ αρσ )
sciacquone (ουσ αρσ )
sciaguattare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sciagura (θηλ.ουσ)
sciagurataggine (θηλ.ουσ)
sciaguratamente (επίρ.)
sciagurato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---