Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsciaguràto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʃaguˈrato] γρουσούζης (-ης, -ες), κακομοίρης (-ης, -ες) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |