Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sciaguràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʃaguˈrato]

γρουσούζης (-ης, -ες), κακομοίρης (-ης, -ες)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sciaguratamente scialacquamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sciacquone (ουσ αρσ )
sciaguattare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sciagura (θηλ.ουσ)
sciagurataggine (θηλ.ουσ)
sciaguratamente (επίρ.)
sciagurato (επίθ.)
scialacquamento (ουσ αρσ )
scialacquare (ρ. μτβ.)
scialacquatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scialacquio (ουσ αρσ )
scialacquo (ουσ αρσ )
scialacquone (ουσ αρσ )
scialagogo (επίθ.)
scialare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scialatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scialbare (ρ. μτβ.)
scialbatura (θηλ.ουσ)
scialbo (αρσ. επίθ και ουσ)
scialbore (ουσ αρσ )
scialle (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---