ItalianoGreco


scialacquóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʃalakˈkwone]

1 πολυδάπανος άνθρωπος
2 άσωτος άνθρωπος
3 σκορπαλευράς
4 ανοιχτοχέρης
5 πολυέξοδος άνθρωπος
6 σκορποχέρης
7 σπάταλος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---